- υποψηφιακός
- -ή, -όαυτός που έχει σχέση με υποψηφίους: Υποψηφιακό φροντιστήριο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υποψηφιακός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε υποψήφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποψήφιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Αιών] … Dictionary of Greek